- χηνέρως
- χην-έρως, ωτος, ἡ, a small kind ofA goose, Plin.HN 10.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χηνέρως — ωτος, ὁ, Α είδος μικρής χήνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + ἔρως] … Dictionary of Greek